Η βιταμίνη Ε είναι λιποδιαλυτή βιταμίνη. Βιταμίνη Ε είναι ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει όλες τις ενώσεις που προέρχονται από τοκοφερόλες και τοκοτριενόλες και έχουν τη βιολογική δράση της α-τοκοφερόλης.
ΔΡΑΣΗ
Η βιταμίνη Ε είναι αντιοξειδωτικό που προστατεύει τις μεμβράνες και άλλες σημαντικές κυτταρικές δομές των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων από τις ελεύθερες ρίζες και τα προϊόντα της οξείδωσης. Δρα σε συνεργασία με το διαιτητικό σελήνιο (ένας συμπαράγοντας της γλουταθειόνης-υπεροξειδάσης) και μαζί με τη βιταμίνη C και άλλα ένζυμα όπως την υπεροξειδική δισμουτάση και την καταλάση.
ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Η βιταμίνη Ε είναι διαθέσιμη σε ταμπλέτες και κάψουλες και είναι συστατικό πολυβιταμινούχων παρασκευασμάτων. Τα διαιτητικά συμπληρώματα παρέχουν μεταξύ 10 και 1000mg ως ημερήσια δόση. Σε δίαιτες υψηλές σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (PUFA) υπάρχει αυξημένη απαίτηση για βιταμίνη Ε, αλλά πολλά τρόφιμα πλούσια σε πολυακόρεστα (πχ. σπορέλαια, ιχθυέλαια) είναι πλούσια και σε βιταμίνη Ε. Γενικά, οι απαιτήσεις σε βιταμίνη Ε είναι 0.4 mg/g λινολεϊκού οξέος, ή 3-4 mg/g εικοσαπεντανοϊκού και 22εξανοϊκού οξέος συνδυαστικά.
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Εξαιρετικές διαιτητικές πηγές - τροφές με βιταμίνη Ε είναι: τα muesli (μούσλι), οι σπόροι σιταριού, το ηλιέλαιο, το σιτέλαιο, το σογιέλαιο, οι γλυκοπατάτες, το αβοκάντο, τα αμύγδαλα, τα φουντούκια, τα αράπικα φιστίκια, ο σολομός, ο ηλιόσπορος, ο λιναρόσπορος και τα κάσιους.
ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ
Απορρόφηση
Η απορρόφηση της βιταμίνης Ε είναι σχετικά περιορισμένη. Η αποτελεσματικότητα της απορρόφησης μειώνεται με την αύξηση των δόσεων (ο βαθμός αύξησης της απορρόφησης είναι μικρότερος από τον βαθμό αύξησης των δόσεων). Η φυσιολογική έκκριση χολής και παγκρεατικών υγρών είναι απαραίτητη για τη μέγιστη απορρόφησή της. Η μέγιστη απορρόφηση συμβαίνει στο μεσαίο μέρος του λεπτού εντέρου, ενώ στο παχύ έντερο, η βιταμίνη Ε δεν απορροφάται σε σημαντικό βαθμό.
Κατανομή
Η βιταμίνη Ε προσλαμβάνεται αρχικά μέσω του λεμφικού συστήματος και μεταφέρεται στο αίμα συνδεδεμένη με λιποπρωτεϊνες. Περισσότερο από το 90% μεταφέρεται με τις λιποπρωτεϊνες χαμηλής πυκνότητας (LDL). Υπάρχουν στοιχεία ότι μεγαλύτερη ποσότητα της βιταμίνης μεταφέρεται με τις υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνες (HDL) στις γυναίκες από ότι στους άνδρες. Η βιταμίνη Ε αποθηκεύεται σε όλους τους λιπαρούς ιστούς και ειδικά στο λιπώδη ιστό, το ήπαρ και τους μύες.
Απομάκρυνση
Η βασική πορεία απομάκρυνσης της βιταμίνης Ε είναι τα κόπρανα. Συνήθως, λιγότερο από 1% της βιταμίνης Ε που παρέχεται από το στόμα απομακρύνεται με τα ούρα. Η βιταμίνη Ε εμφανίζεται και στο μητρικό γάλα.
ΒΙΟΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ
Η απορρόφηση διευκολύνεται από το διαιτητικό λίπος. Τα τριγλυκερίδια μέσης αλύσου ευνοούν την απορρόφηση, ενώ τα πολυακόρεστα λίπη την εμποδίζουν. Η βιταμίνη Ε δεν είναι πολύ σταθερή. Σημαντικές απώλειες από τα τρόφιμα συμβαίνουν κατά την αποθήκευση και το μαγείρεμα. Απώλειες, επίσης συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας των τροφίμων, ειδικά εάν υπάρχει σημαντική έκθεση σε υψηλή θερμοκρασία και οξυγόνο. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές απώλειες βιταμίνης Ε από τα φυτικά έλαια κατά το μαγείρεμα.
Τα υδατοδιαλυτά παρασκευάσματα είναι ανώτερα από τα λιποδιαλυτά σε θεραπεία από το στόμα συνδρόμων δυσαπορρόφησης του λίπους.
Η βιοδιαθεσιμότητα της φυσικής βιταμίνης Ε είναι μεγαλύτερη αυτής της συνθετικής. Ωστόσο, έρευνες δείχνουν ότι αυτές οι διαφορές ίσως είναι μεγαλύτερες από ότι αρχικά πιστευόταν.
ΕΛΛΕΙΨΗ
Η έλλειψη της βιταμίνης Ε γενικά δεν αναγνωρίζεται καθαρά ως σύνδρομο ανεπάρκειας. Στα παιδιά, η έλλειψη μπορεί να προκαλέσει αιμολυτική αναιμία, θρομβοκυττάρωση, αυξημένη συγκέντρωση αιμοπεταλίων, ενδοκοιλιακή αιμορραγία και αυξημένο κίνδυνο αμφιβληστροειδοπάθειας. Οι μόνοι (παιδιά και ενήλικες) που παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα έλλειψης βιταμίνης Ε είναι όσοι πάσχουν από σοβαρή δυσαπορρόφηση (πχ. σε αβηταλιποπρωτεϊναιμία, χρόνια χολόσταση, ατρησία χοληφόρου πόρου και κυστική ίνωση) ή εκείνοι με συγγενή ανεπάρκεια βιταμίνης Ε (σπάνιο γενετικό σφάλμα του μεταβολισμού της βιταμίνης Ε). Τα κλινικά σημεία της ανεπάρκειας περιλαμβάνουν αξονική δυστροφία, μειωμένο χρόνο ημιζωής ερυθροκυττάρων και νευρομυικές διαταραχές.
ΧΡΗΣΕΙΣ
Πολλά έχουν λεχθεί για τη βιταμίνη Ε, όμως γενικά είναι δύσκολο να εκτιμηθούν αφού συχνά προέρχονται από ελλιπώς σχεδιασμένες έρευνες.
Πολλές επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει συσχέτιση μεταξύ χαμηλής πρόσληψης βιταμίνης Ε και στεφανιαίας νόσου, και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η λήψη συμπληρωμάτων της βιταμίνης (>100 μονάδες) μειώνει τον ανωτέρω κίνδυνο. Μέχρι στιγμής οι έρευνες δεν έχουν δείξει ολοκληρωμένα αποτελέσματα.
Λίγα στοιχεία είναι διαθέσιμα για να υποστηρίξουν την προστατευτική δράση της βιταμίνης Ε ενάντια στον καρκίνο.
Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι η βιταμίνη Ε βελτιώνει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και του αναπνευστικού συστήματος, ενώ ελαττώνει την οξειδωτική φθορά που προκαλείται κατά τη γυμναστική.
Επίσης, μπορεί να βελτιώσει τη χρησιμοποίηση της γλυκόζης στον σακχαρώδη διαβήτη, να ελαττώσει τον κίνδυνο εμφάνισης καταρράκτη, να επιβραδύνει την πορεία της νόσου Alzheimer και να βελτιώσει την συμπτωματολογία της βραδείας δυσκινησίας.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθεί η ευεργετική δράση της βιταμίνης Ε.
Εγκυµοσύνη και θηλασµός
Δεν αναφέρονται προβλήματα στην εγκυμοσύνη ή το θηλασμό σε φυσιολογικές προσλήψεις.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Η βιταμίνη Ε είναι σχετικά μη τοξική (η απορρόφηση μειώνεται γρήγορα με αυξανόμενη πρόσληψη, και αποφεύγεται έτσι η συγκέντρωση τοξικών συγκεντρώσεων στους ιστούς). Οι περισσότεροι ενήλικες μπορούν να ανεχθούν 100-800mg ημερησίως. Δόσεις μέχρι και 3200mg δεν φαίνεται να έχουν επίμονες αρνητικές συνέπειες. Μεγάλες δόσεις (>1000mg ημερησίως για μεγάλες χρονικές περιόδους) έχουν περιστασιακά συσχετισθεί με τις ακόλουθες παρενέργειες: Αυξημένη τάση για αιμορραγία σε ασθενείς με έλλειψη βιταμίνης Κ, μεταβολή στην ενδοκρινική δράση (θυρεοειδική, επινεφριδιακή και υποφυσιακή) και σπάνια θολή όραση, διάρροια, ζαλάδα, κούραση και αδυναμία, γυναικομαστία, πονοκέφαλο και ναυτία.
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Φάρµακα
- Αντιπηκτικά: Μεγάλες δόσεις βιταμίνης Ε μπορεί να αυξήσουν την αντιπηκτική δράση.
- Αντισπασμωδικά: Η φαινοβαρβιτάλη, φαινυτοίνη και καρβαμαζεπίνη μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα της βιταμίνης Ε του πλάσματος.
- Χολεστυραμίνη ή χολεστιπόλη: Μπορεί να μειώσουν την εντερική απορρόφηση της βιταμίνης Ε.
- Διγοξίνη: Οι απατήσεις σε διγοξίνη μπορεί να μειωθούν λόγω της βιταμίνης Ε (προτείνεται παρακολούθηση των επιπέδων του φαρμάκου).
- Ινσουλίνη: Οι απατήσεις σε ινσουλίνη μπορεί να μειωθούν λόγω της βιταμίνης Ε (προτείνεται παρακολούθηση των επιπέδων του φαρμάκου).
- Υγρή παραφίνη: Μπορεί να μειώσει την εντερική απορρόφηση της βιταμίνης Ε (πρέπει να αποφεύγεται μακροχρόνια χρήση υγρής παραφίνης).
- Αντισυλληπτικά από το στόμα: Μπορεί να μειώσουν τα επίπεδα της βιταμίνης Ε στο πλάσμα.
- Σουκραλφάτη: Μπορεί να μειώσει την εντερική απορρόφηση της βιταμίνης Ε.
Θρεπτικά συστατικά
- Χαλκός: Υψηλές δόσεις χαλκού μπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις σε βιταμίνη Ε.
- Σίδηρος: Υψηλές δόσεις σιδήρου μπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις σε βιταμίνη Ε. Η βιταμίνη Ε μπορεί να εμποδίσει την αιματολογική σύνδεση του Fe στη σιδηροπενική αναιμία.
- Πολυακόρεστα λιπαρά οξέα: Η διαιτητική ανάγκη για βιταμίνη Ε αυξάνει όταν αυξάνουν τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα της δίαιτας.
- Βιταμίνη Α: Η βιταμίνη Ε ελαττώνει την κατανάλωση βιταμίνης Α και προστατεύει εναντίον κάποιων συμπτωμάτων τοξικότητας της βιταμίνης Α. Πολύ υψηλά επίπεδα βιταμίνης Α μπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις σε βιταμίνη Ε. Υπερβολικές δόσεις βιταμίνης Ε μπορεί να μειώσουν τη βιταμίνη Α.
- Βιταμίνη C: Η βιταμίνη C μπορεί να ελαττώσει την κατανάλωση της βιταμίνης Ε. Η βιταμίνη Ε μπορεί αντίστοιχα να ελαττώσει την κατανάλωση της βιταμίνης C.
- Βιταμίνη Κ: Υψηλές δόσεις βιταμίνης Ε (1200mg ημερησίως) αυξάνουν την απαίτηση για βιταμίνη Κ σε ασθενείς που παίρνουν αντιπηκτικά.
- Ψευδάργυρος: Η έλλειψη ψευδαργύρου μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλά επίπεδα πλάσματος βιταμίνης Ε στο πλάσμα.
Βιβλιογραφία: Kiyose C, Muramtsu R, Kameyana Y, et al. Biodiscrimination of aipha-tocopherol stereoisomers in humans after oral administration. Am J Clin Nutr 1997; 65: 785-789 Burton GW, Traber MG, Acuff RV, et al. Human plasma and tissue alpha-tocopherol concentrations in response to supplementation with deuterated natural and synthetic vitamin E. Am J Clin Nutr 1998; 67: 669-684 Eichholzer M, Stahelin HB, Ludin E, Bernasconi F. Smoking, plasma vitamins C, E, retinol and carotene and fatal prostate cancer: Seventeen year follow up of the prospective Basal study. Prostate 1999; 38: 189-198 Heinonen OP, Albanes D, Virtamo J, et al. Prostate cancer and supplementation with alpha-tocopherol and beta-carotene; incidence and mortality in a controlled trial. J Natl Cancer Inst 1998; 90: 440-446 Miwa K, Miyagi Y, Igawa A, et al. Vitamin Ε deficiency in variant angina. Circulation 1996; 94:14-18 Mitchinson MJ, Stephens NG, Parsons A , et al. Mortality in the CHAOS trial. Lancet 1999;353:381-382 Marchioli R: GISSI-Prevenzione Investigators. Dietary supplementation with n-3 polyunsaturated fatty acids and vitamin Ε after myocardial infarction: Results of the GISS-Prevenzione trial. Lancet 1999; 354: 447-455 Virtamo J, Rapola JM, Ripatti S, et al. Effects of vitamin Ε and beta carotene on the incidence of primary non-fatal myucardial infarction and fatal coronary heart disease. Arch Intern Med 1998; 158: 668-675 The Heart Outcomes Prevention Evaluation Study Investigators. Vitamin Ε supplementation and cardiovascular events in high risk patients. Ν Engl J Med 2000; 342: 145-153 Lyle BJ, Mares-Perlman JA, Klein BE, et al. Serum carotenoids and tocopherols and incidence of age-related cataract. Am J Clin Nutr 1999; 69: 272-277 Leske MC, Chylack LT, He Q, et al. Antioxidant vitamins and nuclear opacities: the longitudinal study of cataract. Ophthalmology 1998; 105: 831-836 Devaraj S, Jialal I. Low-density lipoprotein post-secretory modification, monocyte function, and circulating adhesion molecules in type 2 diabetic patients with and without macrovascular complications. Circulation 2000; 102: 191-196