Ο λωτός έχει γλυκιά σάρκα, αρκετές ευεργετικές ιδιότητες, λίγες θερμίδες και περιέχει πολλά θρεπτικά συστατικά που προάγουν την υγεία, όπως βιταμίνες, μέταλλα και αντιοξειδωτικά. Ο λωτός ή κακί, όπως το ονομάζουν οι Ιάπωνες, είναι ένα φρούτο το οποίο προέρχεται από την Ιαπωνία και είναι πολύ εντυπωσιακό όταν ωριμάσει. Το όνομά του σημαίνει «τροφή των θεών». Μοιάζει με μεγάλη πορτοκαλί ντομάτα, αλλά έχει έναν ανοιχτό κάλυκα καφέ χρώματος και διάφανη φλούδα που δεν τρώγεται. Όταν ο λωτός είναι ώριμος, έχει πολύ γλυκιά μελωμένη σάρκα. Όταν όμως είναι άγουρος δεν τρώγονται, γιατί είναι πολύ ξινός και στυφός.
Ο λωτός έχει επιστημονική ονομασία Diospyros virginiana L. και ανήκει στην οικογένεια Ebenaceae, D. Το δέντρο του λωτού έχει ύψος 4,5 έως 18 μέτρα, είναι μακρόβιο και συνήθως στρογγυλό στην κορυφή. Αναπτύσσεται καλύτερα σε περιοχές όπου οι χειμώνες είναι μέτριοι και τα καλοκαίρια σχετικά ήπια. Τα φύλλα του είναι φυλλοβόλα, ωοειδή-ελλειπτικά, επιμήκη, γυαλιστερό πράσινο στην πάνω επιφάνεια και πράσινο ή καφέ ανοιχτόχρωμα στην κάτω επιφάνεια. Ο καρπός έχει σχήμα σφαιρικό, πεπλατυσμένο, ή και κωνικό με λεπτή, λεία και γυαλιστερή φλούδα. Έχει ζελατινώδη σάρκα κίτρινη, πορτοκαλί, κόκκινη ή καφέ-κόκκινη, χωρίς κουκούτσια ή με 4-8 επίπεδα, επιμήκη, καφέ κουκούτσια. Σε γενικές γραμμές, η σάρκα είναι πικρή και στυφή μέχρι να ωριμάσει πλήρως όπου και αποκτά απαλή, γλυκιά και ευχάριστη γεύση.
Λωτός ποικιλίες
Στο εμπόριο, σε παγκόσμια κλίμακα, συναντάμε δύο κατηγορίες καρπών: λωτούς με γλυκιά και λωτούς με στυφή γεύση. Η στυφάδα μπορεί να αφαιρεθεί με διοξείδιο του άνθρακα ή αλκοόλ. Οι οργανωμένες καλλιέργειες λωτού στην Ελλάδα είναι ελάχιστες, αν και διαθέτει ιδανικές συνθήκες όσον αφορά το κλίμα και το έδαφος για την επιτυχή εμπορική καλλιέργεια του λωτού. Σήμερα στην Ελλάδα καλλιεργούνται περίπου 700-1.000 στρέμματα ως συστηματικές καλλιέργειες με λωτό. Η τιμή στην ελληνική αγορά κυμαίνεται 1 - 1,5 ευρώ το κιλό. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες του λωτού. Οι κυριότερες είναι:
Εύρηκα (Eureka): μεσαίου μεγέθους πεπλατυσμένου σχήματος κόκκινος λωτός εξαιρετικά υψηλής ποιότητας.
Χασίγια (Hachiya): μεγάλου μεγέθους κωνικού σχήματος πορτοκαλί λωτός, χωρίς κουκούτσια.
Τανενάσι (Tane-nashi): μεσαίου μεγέθους κωνικού σχήματος πορτοκαλί λωτός, χωρίς κουκούτσια.
Τάμοπαν (Tamopan): μεσαίου μεγέθους πεπλατυσμένου σχήματος πορτοκαλί λωτός
Φούγιου (Fuyu): μεσαίου μεγέθους, μη στυπτικός, αυτογόνιμος, πεπλατυσμένου σχήματος πορτοκαλί λωτός υψηλής ποιότητας. Ευπαθής στα κρύα κλίματα.
Ίζου (Izu): μεσαίου μεγέθους, μη στυπτικός λωτός. Αντέχει στα κρύα κλίματα και ωριμάζει το Σεπτέμβριο.
Φάνκιο (Fankio): μεγάλου μεγέθους, κωνικού σχήματος, έντονο χρυσό λωτός.
Σαρόν (Sharon): Είναι μια ποικιλία λωτών που αναπτύσσεται στην κοιλάδα Σαρόν του Ισραήλ. Δεν είναι στυφοί και τρώγονται ενώ είναι ακόμα σφιχτοί, μαζί με τη φλούδα. Τα φρούτα αυτά δεν είναι τόσο αρωματικά όσο οι λωτοί. Βελτιώνονται γευστικά με λίγο χυμό λεμονιού ή λάιμ και μπορείτε να τα χρησιμοποιήσετε όπως τους λωτούς. Μπορείτε να τα προσθέσετε σε σαλάτες και να γαρνίρετε με αυτά τη βινεγκρέτ αβοκάντο.
Ιστορία του λωτού
Ο λωτός προέρχεται από την Ιαπωνία, την Κίνα, τη Βιρμανία και τα Ιμαλάια. Στην Κίνα ο άγριος λωτός βρίσκεται σε υψόμετρα έως και 1,830-2,500 μέτρα. Στις αρχές του 14ου αιώνα, ο Marco Polo αναφέρει το λωτό στο κινεζικό εμπόριο.
Στην αρχαία Ελλάδα ονόμαζαν λωτούς πολλά είδη φυτών ποώδη και δενδροειδή που κατά τον Θεόφραστο δεν είχαν σχέση με το πραγματικό λωτό.
Εδώ και περισσότερο από ένα αιώνα ο λωτός καλλιεργείται στην μεσογειακή ακτή της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, καθώς επίσης στη νότια Ρωσία και Αλγερία. Τα πρώτα δέντρα λωτού εισήχθησαν στην Παλαιστίνη το 1912 και αργότερα στη Σικελία και την Αμερική.
Λωτός θρεπτικά συστατικά
Ο λωτός είναι πλούσιος σε βιταμίνη Α, βιταμίνη C, φυτικές ίνες, κάλιο και παρέχει περίπου 70 θερμίδες ανά 100 γρ. Ο λωτός είναι υψηλός σε υδατάνθρακες, ενώ περιέχει αμελητέα ποσότητα σε λίπη και σε πρωτεΐνες. Ένας μέτριος λωτός 168 γρ. παρέχει 31,2 γρ. υδατάνθρακες, 0,3 γρ. λίπη και 0,97 γρ. πρωτεΐνες.
Οφέλη για την υγεία
Συμβάλει στην απώλεια βάρους. Ένας μέτριος λωτός (168 γρ.) παρέχει περίπου 118 θερμίδες. Με 1,3 θερμίδες ανά γραμμάριο, ο λωτός θεωρείται χαμηλής περιεκτικότητας σε ενέργεια τρόφιμο, το οποίο σημαίνει ότι είναι χαμηλό σε θερμίδες σε σύγκριση με το βάρος του σε γραμμάρια. Σε μια διατροφή, η κατανάλωση τροφίμων χαμηλής ενεργειακής περιεκτικότητας, όπως είναι ο λωτός, βοηθούν στη χαμηλή πρόσληψη θερμίδων, ενώ παράλληλα δημιουργούν το αίσθημα πληρότητας (χορτάτοι), με αποτέλεσμα να συμβάλουν στην απώλεια βάρους. Ο λωτός είναι πολύ καλή πηγή σε φυτικές ίνες. Τα 168 γρ. λωτού παρέχουν 6 γρ. ή 24% της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης σε διαλυτές και σε αδιάλυτες φυτικές ίνες. Αυτή η υψηλή περιεκτικότητά του σε φυτικές ίνες, καθιστούν το λωτό ιδανική τροφή σε περίπτωσης δυσκοιλιότητας. Ο λωτός περιέχει φλαβονοειδή αντιοξειδωτικά όπως κατεχίνες, γαλλοκατεχίνες και βετουλινικά οξέα τα έχουν αντικαρκινική δράση. Περιέχει και άλλες αντιοξειδωτικές ενώσεις, οι οποίες βρίσκονται σε αφθονία όπως βιταμίνη Α, β-καροτένιο, λυκοπένιο, λουτεΐνη, ζεαξανθίνη και κρυπτοξανθίνη. Όλες μαζί αυτές οι ενώσεις δρουν ενάντια στις ελεύθερες ρίζες οξυγόνου (ΕΡΟ), οι οποίες παίζουν ρόλο στη γήρανση και ενοχοποιούνται για πολλά από τα σύγχρονα προβλήματα υγείας. Η ζεαξανθίνη είναι μια σημαντική αντιοξειδωτική χρωστική ουσία που ανήκει στην οικογένεια των φλαβονοειδών και βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στον αμφιβληστροειδή. Θεωρείται ότι τα υψηλά επίπεδα ζεαξανθίνης στο αίμα μπορούν να προστατεύσουν τον αμφιβληστροειδή από τα βλαβερά μήκη κύματος του φωτός και την εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. Ο λωτός είναι επίσης μια πολύ καλή πηγή βιταμίνης C, ένα άλλο ισχυρό αντιοξειδωτικό. Τα 168 γρ. λωτού παρέχουν 12.6 mg ή το 21% της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης σε βιταμίνη C. Η συχνή κατανάλωση τροφών πλούσιων σε βιταμίνη C βοηθά το σώμα να αναπτύξει αντίσταση κατά των μολυσματικών παραγόντων και να απομακρύνει τις επιβλαβείς ελεύθερες ρίζες. Ο λωτός είναι καλή πηγή βιταμινών του συμπλέγματος Β, όπως φυλλικό οξύ, πυριδοξίνη (βιταμίνη Β-6), θειαμίνη, κλπ. Αυτές οι βιταμίνες δρουν ως συν παράγοντες σε πολλές μεταβολικές ενζυματικές αντιδράσεις στο σώμα. Τόσο ο φρέσκος όσο και ο αποξηραμένος λωτός, περιέχουν ικανοποιητικές ποσότητες μετάλλων όπως κάλιο, μαγγάνιο, χαλκό και φωσφόρο. Συγκεκριμένα τα 168 γρ. λωτού παρέχουν 270 mg κάλιο, 0.6 mg μαγγάνιο, 0.2 mg χαλκό και 28,6 mg φώσφορο που αντιστοιχούν στο 8%, 30%, 9% και 3% της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης. Το κάλιο βοηθά στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης στο σώμα διευρύνοντας τα αιμοφόρα αγγεία. Το μαγγάνιο είναι ένας σημαντικός συμπαράγοντας του αντιοξειδωτικού ενζύμου υπεροξειδική δισμουτάση, το οποίο είναι ένα πολύ ισχυρό ενάντια των ελευθέρων ριζών. Ο χαλκός είναι ένας συμπαράγοντας για πολλά ζωτικά ένζυμα, όπως της οξειδάσης του κυτοχρώματος c και της υπεροξειδικής δισμουτάσης. Ο χαλκός απαιτείται επίσης για την παραγωγή των ερυθρών αιμοσφαιρίων. | ||
Επιλογή, Συντήρηση, Χρήση
Πως διαλέγω καλό λωτό
Οι λωτοί πρέπει να είναι τροφαντοί, στρογγυλοί, γυαλιστεροί και πολύ μαλακοί, φωτεινοί με φλούδα χωρίς σημάδια, χτυπήματα ή κοψίματα. Οι καρποί που είναι ώριμοι μοιάζουν σαν να πρόκειται να εκραγούν.
Πως να το συντηρείτε
Μετά την αγορά, θα πρέπει να καταναλώνετε το λωτό αμέσως ή τον διατηρείτε για λίγο στο κάτω μέρος του ψυγείου. Για να τον βοηθήσετε να ωριμάσει, βάλτε το σε χάρτινη σακούλα μαζί με μία μπανάνα ή μήλο. Οι στυπτικοί λωτοί μπορούν να αποθηκευτούν στο ψυγείο για αρκετούς μήνες, ενώ οι μη στυπτικοί έχουν μικρή διάρκεια ζωής και μπορούν να αποθηκευτούν μόνο για λίγες μέρες σε θερμοκρασία δωματίου.
Οι λωτοί είναι διαθέσιμοι στην αγορά από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο, ενώ σε αφθονία κατά τη διάρκεια του Νοέμβρη.
Προτεινόμενος τρόπος κατανάλωσης
Οι λωτοί τρώγονται καλύτερα φρέσκοι, μπορούν όμως να καταναλωθούν και αποξηραμένοι ή βρασμένοι. Κόβετε την κορυφή και βγάζετε με κουτάλι τη σάρκα. Τους σερβίρετε με κρέμα ή γιαούρτι και τους χρησιμοποιείτε για να φτιάξετε μους, κρέμα και παγωτό ή λιώνετε τη σάρκα τους για να φτιάξετε σως για χοιρινό, χοιρομέρι και κυνήγι. Όσοι λωτοί δεν είναι τελείως ώριμοι μπορεί να βράσουν σε σιρόπι ή να ξεφλουδιστούν και να μαγειρευτούν όπως η σως μήλου.
Για να αποξηράνετε τους λωτούς. Ξεφλουδίζετε το φρούτο αφήνοντας το κοτσάνι και τους κάλυκες. Τους βάζετε σε σχάρα στο φούρνο και τα αφήνετε να στεγνώσουν σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία. Η φυσική ζάχαρη που περιέχουν κρυσταλλώνει εξωτερικά. Οι αποξηραμένοι λωτοί έχουν την ίδια γεύση με ένα μείγμα από ξερά σύκα, δαμάσκηνα και χουρμάδες. Μπορεί επομένως να τα αντικαταστήσουν και να προστεθούν σε κέικ, δημητριακά, σαλάτες, μπισκότα και πουτίγκες.
Λωτός παρενέργειες
Ο ώριμος λωτός είναι ασφαλής για κατανάλωση από τον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων των εγκύων γυναικών. Οι αλλεργικές αντιδράσεις από το λωτό είναι πολύ σπάνιες. Ο λωτός θα πρέπει να καταναλώνεται με μέτρο, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας του σε τανίνη η οποία σε υψηλή ποσότητα έχει τοξική δράση στο σώμα. Αποφεύγετε να τρώτε άγουρο λωτό καθώς περιέχει υψηλά επίπεδα τανίνης με αποτέλεσμα να αφήνει το στόμα ένα αίσθημα ξηρότητας και μουδιάσματος λίγο μετά την κατανάλωση του. Επίσης η κατανάλωσή του με άδειο στομάχι ή σε υπερβολική ποσότητα μπορεί να προκαλέσει διάρροια. Τα άτομα με διαβήτη θα πρέπει επίσης να καταναλώνουν λωτό σε μέτριες ποσότητες, καθώς περιέχει μεγάλη ποσότητα σακχάρων και μέτριο γλυκαιμικό δείκτη (50) και μπορεί να αυξήσει το επίπεδο της γλυκόζης στο αίμα.
Ένας μέτριος λωτός (168 γρ.) περιέχει:
Νερό | (gr.) | 134 |
Ενέργεια | (Kcal) | 118 |
Πρωτεΐνες | (gr.) | 0.97 |
Λιπαρά | (gr.) | 0.32 |
Υδατάνθρακες | (gr.) | 31.2 |
Φυτικές Ίνες | (gr.) | 6 |
Ασβέστιο | (mg) | 13 |
Σίδηρο | (mg) | 0.25 |
Μαγνήσιο | (mg) | 15 |
Φώσφορο | (mg) | 29 |
Κάλιο | (mg) | 270 |
Νάτριο | (mg) | 2 |
Ψευδάργυρο | (mg) | 0.18 |
Χαλκό | (mg) | 0.19 |
Βιταμίνη C | (mg) | 12.6 |
Θειαμίνη | (mg) | 0.05 |
Ριβοφλαβίνη | (mg) | 0.03 |
Νιασίνη | (mg) | 0.16 |
Βιταμίνη B-6 | (mg) | 0.16 |
Βιταμίνη B-12 | (mcg) | 0.00 |
Βιταμίνη A | (IU) | 2733 |
Agri life extension-Texas fruit and nut production.
USDA National nutrient database.
Morton JF (1987). "Japanese persimmon". NewCROP, New Crops Resource Online Program, Purdue University Center for New Crops and Plant Products; from Morton, J. 1987. Japanese Persimmon. p. 411–416. In: Fruits of warm climates.
Carley Petersen and Annabelle Martin. "General Crop Information: Persimmon". University of Hawaii, Extension Entomology & UH-CTAHR Integrated Pest Management Program. Retrieved 2007-01-15.
Gorinstein, S.; Zachwieja, Z.; Folta, M.; Barton, H.; Piotrowicz, J.; Zemser, M.; Weisz, M.; Trakhtenberg, S.; Màrtín-Belloso, O. (2001). "Comparative Contents of Dietary Fiber, Total Phenolics, and Minerals in Persimmons and Apples". Journal of Agricultural and Food Chemistry 49 (2): 952–957.
Nakatsubo, Fumiaki; Enokita, Murakami, Yonemori, Sugiura, Utsunomiya and Subhadrabandhu (October 2005). "Chemical structures of the condensed tannins in the fruits of Diospyros species". Journal of Wood Science (Japan: Springer Japan) 48 (5): 414–418.