Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ), όπως κάθε χρόνια ασθένεια, έρχεται μαζί με ψυχολογική πίεση και άγχος. Αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος με διαβήτη (και το υποστηρικτικό του περιβάλλον: οικογένεια, φίλοι, σύντροφος, εργασιακό περιβάλλον) καλείται να προσαρμοστεί σε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, να δεχτεί τους περιορισμούς του διαβήτη και να μάθει να ζει με αυτόν.
Ακόμη το άτομο με ΣΔ θα πρέπει να εκπαιδευτεί και να μάθει να αναγνωρίζει τα συμπτώματα μιας ενδεχόμενης υπογλυκαιμίας ή υπεργλυκαιμίας. Να αντιμετωπίζει με ψυχραιμία, καθαρό μυαλό, έγκαιρα και αποτελεσματικά τις διάφορες κρίσεις. Όλα αυτά απαιτούν μεγάλη ευελιξία στον τρόπο σκέψης και δυνατότητα προσαρμογής σε πρωτόγνωρες καταστάσεις.
Τέλος, χρειάζεται μεγάλη ψυχραιμία, επιμονή και υπομονή για να επιτευχθεί το καλύτερο αποτέλεσμα. Βέβαια, θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι ακόμα κι όταν όλοι αυτοί οι παράγοντες ισχύουν, η ρύθμιση εξακολουθεί να είναι μια δύσκολη υπόθεση που απαιτεί καθημερινή προσπάθεια και εξαρτάται και από αστάθμητους παράγοντες όπως οι επιπλοκές της μακροχρόνιας ασθένειας και η ψυχολογική κατάσταση του ατόμου με διαβήτη, όταν αντιμετωπίζει για δεκαετίες μια ασθένεια που επιδέχεται θεραπεία συντήρησης αλλά όχι άμεση ίαση.
Συγκεκριμένα, τα συναισθήματα που φαίνεται ότι δοκιμάζει ένα άτομο με ΣΔ δε διαφέρουν από εκείνα που έχουν όλοι οι άνθρωποι που ζουν με μακροχρόνιες ασθένειες. Αυτά είναι το άγχος (για την πορεία του διαβήτη του), η ματαίωση (για όλα όσα, ίσως, θα ήθελε, αλλά πλέον νιώθει ότι δεν μπορεί να κάνει), το πένθος (για όσες δυνατότητες πιστεύει ότι έχασε) και η θλίψη (για το μέλλον του, που το βλέπει πολλές φορές αβέβαιο).
Ακόμα, μπορεί να νιώσει φόβο (όταν αντιμετωπίσει τις αυξημένες απαιτήσεις για τη ρύθμιση), θυμό (γιατί πιστεύει ότι είναι άδικο να συμβαίνει κάτι τέτοιο σ' εκείνον) και ενοχές (γιατί ίσως να μην καταφέρνει να ρυθμίζεται πάντα όσο καλά θα ήθελε).
Επιπρόσθετα, μπορεί να υπάρχει "συναίσθημα αβοήθητου", απογοήτευση και έλλειψη ελπίδας. Όλα αυτά τα συναισθήματα είναι φυσιολογικά ως αντιδράσεις, αν και δεν απαντώνται με την ίδια ένταση, ούτε και σε όλους τους ανθρώπους με διαβήτη. Όταν, όμως, όλα αυτά συνοδεύονται από κλασική καταθλιπτική συμπτωματολογία (απώλεια ενδιαφέροντος και ευχαρίστησης, αίσθημα παραίτησης, αρνητικές σκέψεις για τον ίδιο και το μέλλον, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, διαταραχές της όρεξης και του ύπνου, επιθετικότητα, άγχος, έντονη κόπωση) μπορεί να σηματοδοτούν την εγκατάσταση μιας συναισθηματικής κατάστασης, που λέγεται κατάθλιψη.
Η κατάθλιψη είναι ιάσιμη, τόσο με ψυχοθεραπεία, όσο και με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, πρέπει να γίνει έγκαιρα αντιληπτή από το άνθρωπο με διαβήτη και τους δικούς του, γιατί μπορεί να αποτελέσει μεγάλο εμπόδιο στην καθημερινή προσπάθεια για επιβίωση και καλή ρύθμιση του διαβήτη.
Ένα άτομο με διαβήτη και κατάθλιψη, μπορεί να αδιαφορήσει για την υγεία του (παραμελώντας την αντιμετώπιση κρίσεων ως επικίνδυνων καταστάσεων), να σταματήσει να παίρνει την ινσουλίνη του, να τρώει ανεξέλεγκτα (γιατί δεν βρίσκει νόημα στην τήρηση της διαβητικής δίαιτας). Αυτό μπορεί να οδηγήσει άμεσα σε ανεπαρκή ρύθμιση και μακροπρόθεσμα σε εμφάνιση επιπλοκών του διαβήτη.

Συμπερασματικά, η επίπονη, καθημερινή προσπάθεια για αντιμετώπιση του διαβήτη δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την εμφάνιση κατάθλιψης, σε ορισμένους ανθρώπους. Παράλληλα, η εμφάνιση κατάθλιψης αποδεδειγμένα εμποδίζει τον ασθενή να φροντίσει αποτελεσματικά τον εαυτό του, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος και νοήματος στη ζωή του.
