Η διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη πρέπει να βασίζεται στην αναμφισβήτητη διαπίστωση παθολογικών τιμών σακχάρου αίματος και στα θετικά αποτελέσματα της δοκιμασίας ανοχής στη γλυκόζη στις περιπτώσεις που η κλινική υποψία επιβάλλει την εφαρμογή της.
Πρέπει να τονιστεί ότι η διάγνωση δεν μπορεί να βασιστεί σε μετρήσεις τριχοειδικού αίματος που γίνονται με φορητό μηχανάκι, αλλά σε μετρήσεις πλάσματος φλεβικού αίματος (αιματολογικές εξετάσεις) που γίνονται σε νοσοκομεία και ειδικά μικροβιολογικά εργαστήρια.
Τα κύρια διαγνωστικά κριτήρια μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:
- Αύξηση των επιπέδων γλυκόζης αίματος (ή πλάσματος) σε συνδυασμό με τα κλασσικά συμπτώματα της νόσου (πολυουρία, πολυδιψία, οξονουρία, απώλεια βάρους). Τιμή σακχάρου > 200mg/dl
- Αύξηση των επιπέδων γλυκόζης αίματος (ή πλάσματος) νηστείας, δηλαδή που λαμβάνεται μετά από 8 τουλάχιστον ώρες μετά από την πρόσληψη τροφής, σε περισσότερες από μια εξετάσεις. Τιμή σακχάρου> 126mg/dl.
- Αύξηση των επιπέδων γλυκόζης αίματος ή πλάσματος 2 ώρες μετά από φόρτιση με 75γρ. γλυκόζης από το στόμα (Δοκιμασία Ανοχής στη Γλυκόζη ή καμπύλη σακχάρου), με επαναληπτική επιβεβαίωση. Τιμή σακχάρου>200mg/dl.
Ένας άλλος χρήσιμος δείκτης είναι η τιμή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c). Δεν χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη, αλλά για την παρακολούθηση της ρύθμισης του σακχάρου αίματος, αφού αντικατοπτρίζει τη μέση τιμή σακχάρου αίματος τους τελευταίους 3 μήνες πριν την εξέταση. Τιμές HbA1c <6% θεωρούνται ενδεικτικές καλού γλυκαιμικού ελέγχου.
Τα διαγνωστικά κριτήρια σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγεία είναι:
Η γλυκόζη αίματος νηστείας ≥ 7mmol/l (126mg/dl) ή η γλυκόζη πλάσματος ≥ 11,1mmol/l (200mg/dl).
Η δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης (καμπύλη σακχάρου) από το στόμα είναι χρήσιμο διαγνωστικό βοήθημα για τους εξής λόγους:
- Η γλυκόζη πλάσματος νηστείας από μόνη της δεν μπορεί να διαγνώσει πάνω από 30% των περιπτώσεων μη διαγνωσμένου διαβήτη.
- Είναι το μοναδικό μέσο αναγνώρισης ατόμων με ανοχή στη γλυκόζη.
- Συχνά χρειάζεται να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει μια ανωμαλία στην ανοχή της γλυκόζης σε συμπτωματικούς ανθρώπους.
Το τεστ πρέπει να χρησιμοποιείται σε άτομα με γλυκόζη πλάσματος νηστείας 6,1-6,9 mmol/l (110-125mg/dl) για να ορίσουν την κατάσταση ανοχής στη γλυκόζη. Μετά από νηστεία σε όλη τη διάρκεια της νύχτας (8-12 ώρες), χορηγούνται 75 γραμμάρια γλυκόζης από το στόμα. Η γλυκόζη πλάσματος μετριέται σε κατάσταση νηστείας και στις 2 ώρες.
Οι ασθενείς χωρίζονται στις εξής κατηγορίες, σύμφωνα με τις τιμές της γλυκόζης πλάσματος που προκύπτουν με τη χρήση τεστ ανοχής στη γλυκόζη:
- 2 ώρες από τη φόρτιση γλυκόζης < 140 mg/dl (7,8 mmol/l) = φυσιολογική τιμή ανοχή στη γλυκόζη.
- 2 ώρες από τη φόρτιση γλυκόζης ≥ 140 mg/dl (7,8 mmol/l) και <200 mg/dl (11,1 mmol/l) = διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη.
- 2 ώρες από τη φόρτιση γλυκόζης ≥ 200 mg/dl (11,1 mmol/l) = προσωρινή διάγνωση διαβήτη.
Ας ελέγξουμε τον Διαβήτη, τώρα! Ο τακτικός έλεγχος για τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα βοηθά στην έγκαιρη διάγνωση της νόσου. Η έγκαιρη διάγνωση, η ρύθμιση αλλά και η πρόληψη, είναι πολύ σημαντική διότι προφυλάσσει σε μεγάλο βαθμό από τις επιπλοκές του Διαβήτη. Ένα σημαντικό μέρος των περιπτώσεων εμφάνισης διαβήτη μπορούν να προληφθούν με σωματική δραστηριότητα, υγιεινή διατροφή και πρόληψη της παχυσαρκίας.
American Diabetes Association. Gestational Diabetes Mellitus (position Statement) Diabetes Care 26:3-105, 2003. Report of the Expert Committee on the Diagnosis and Classification of Diabetes Mellitus, Diabetes Care 25:5-20, 2002. Χαράλαμπος Τούντας, Σακχαρώδης διαβήτης Θεωρία-Πράξη. Σελ. 148. 1995.