Επιδημιολογικές και κλινικές μελέτες των τελευταίων 40 ετών, ανέδειξαν πλήθος διατροφικών παραγόντων που επηρεάζουν την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου. Η Μελέτη των Επτά Χωρών υπήρξε η αφορμή για συσχέτιση των διατροφικών συνήθειων με τη συχνότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου.
Οι διατροφικοί παράγοντες για την αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου είναι:
Λιπαρά οξέα
Κορεσμένα λιπαρά οξέα: τα κορεσμένα λιπαρά οξέα είναι το κυριότερο συστατικό της διατροφής που επηρεάζει τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης. Οι δράσεις των κορεσμένων λιπαρών οξέων στα επίπεδα ολικής και LDL χοληστερόλης έχουν μελετηθεί εκτεταμένα. Τα λιπαρά οξέα της διατροφής έχουν επίσης συσχετιστεί με την ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου. Τροφές με κορεσμένα λιπαρά οξέα είναι τα γαλακτοκομικά, τα κρεατικά, το βούτυρο, το λαρδί, το έλαιο καρύδας, το φοινικέλαιο, οι σφολιάτες, τα κέικ και τα μπισκότα, τα γλυκά και η σοκολάτα. Τα ευεργετικά αποτελέσματα του περιορισμού της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών οξέων και χοληστερόλης ενισχύονται με τη μείωση του βάρους των υπέρβαρων ατόμων.
Πολυακόρεστα λιπαρά οξέα: πολυάριθμες κλινικές μελέτες έχουν εξετάσει την επίδραση των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, όταν αντικαθιστούν τα κορεσμένα λιπαρά οξέα της δίαιτας, μειώνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Τροφές με πολυακόρεστα λιπαρά οξέα είναι οι ξηροί καρποί (στα καρύδια και στα αμύγδαλα), ο λιναρόσπορος, η σόγια, τα άγρια χόρτα (π.χ. γλιστρίδα, αντράκλα), τα λιπαρά ψάρια (π.χ. σολομός, σαρδέλες, γαύρος και σκουμπρί), οι φυτικές μαργαρίνες και τα φυτικά σπορέλαια (όπως το αραβοσιτέλαιο, το ηλιέλαιο, το σογιέλαιο). Επιδημιολογικές και κλινικές μελέτες συνηγορούν στο ότι τα ω-3 και ω-6 λιπαρά οξέα ασκούν προστατευτική δράση έναντι της στεφανιαίας νόσου και αιφνίδιου θανάτου.
Μονοακόρεστα λιπαρά οξέα: τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, ως στοιχείο μιας δίαιτας φτωχής σε κορεσμένα λιπαρά οξέα και χοληστερόλη και πλούσιας σε λαχανικά, φρούτα και δημητριακά, βρέθηκαν στο επίκεντρο της προσοχής της επιστημονικής κοινότητας ως πιθανοί παράγοντες μείωσης του κινδύνου εμφάνισης στεφανιαίας νόσου σε πληθυσμούς της μεσογείου με αυξημένη κατανάλωση ελαιολάδου.
Trans λιπαρά οξέα: Μια ιδιαίτερη κατηγορία λιπαρών είναι τα trans λιπαρά οξέα, τα οποία αποτελούν υποπροϊόν της θερμικής κυρίως επεξεργασίας των ακόρεστων λιπαρών. Συγκεκριμένα, πρόκειται για λίπη που έχουν υποστεί τη βιομηχανική διεργασία της υδρογόνωσης, για να είναι ανθεκτικά στην οξείδωση και να έχουν στερεά μορφή, όπως κάποιες μαργαρίνες. Τα αυξημένης σκληρότητας λίπη, όπως «σκληρές» μαργαρίνες, περιέχουν περισσότερα trans λιπαρά οξέα σε σχέση με πιο μαλακές μαργαρίνες. Trans λιπαρά οξέα υπάρχουν επίσης στο λίπος του μοσχαριού, το βούτυρο και το λίπος του γάλακτος. Τα μπισκότα που παρασκευάζονται από μερικώς υδρογονωμένα φυτικά έλαια περιέχουν 3-9% trans λιπαρά, ενώ πολλά είδη προχείρου φαγητού (fast food, snack) περιέχουν 8-10% trans λιπαρά. Τα αποτελέσματα επιδημιολογικών μελετών υποστηρίζουν ότι η αυξημένη πρόσληψη trans λιπαρών οξέων σχετίζεται με αυξημένος κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου.
Χοληστερόλη: η αύξηση των επίπεδων της LDL χοληστερόλης είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας κίνδυνου για την εμφάνιση πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου. Η μείωση των επίπεδων της LDL χοληστερόλης οδηγεί σε σημαντική μείωση της επίπτωσης της στεφανιαίας νόσου, τόσο σε υγιή άτομα, όσο και σε άτομα με εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο. Από την άλλη τα μειωμένα επίπεδα HDL χοληστερόλης αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου, ενώ τα αυξημένα επίπεδα μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισής της. Συγκεκριμένα, μείωση της HDL κατά 1 mg/dl αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου κατά 2-3%, ενώ αύξηση της LDL χοληστερόλης κατά 1 mg/dl αυξάνει τον κίνδυνο κατά 1%.
Πρωτεΐνες: η αυξημένη πρόσληψη πρωτεϊνών δεν φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Οι πρωτεΐνες γενικά έχουν μικρή επίδραση στα επίπεδα της LDL χοληστερόλης. Εντούτοις, η αντικατάσταση της ζωικής πρωτεΐνης με πρωτεΐνη σόγιας οδηγεί σε μείωση της LDL χοληστερόλης.
Φυτικές ίνες: οι υδατοδιαλυτές φυτικές ίνες (πηκτίνες, κόμμεα, ημικυτταρίνες) που προέρχονται από τα όσπρια, τα φρούτα και τη βρώμη μειώνουν τα επίπεδα ολικής και LDL χοληστερόλης του ορού. Η ποσότητα των φυτικών ινών που απαιτούνται για να εμφανίσουν την υπολιπιδαιμική τους δράση ποικίλει ανάλογα με το είδος της τροφής από την οποία προέρχονται. Οι μη διαλυτές φυτικές ίνες (κυτταρίνες και λιγνίνες) δεν έχουν καμία επίδραση στα επίπεδα της χοληστερόλης του ορού. Η αύξηση της πρόσληψης υδατοδιαλυτών φυτικών ινών κατά 5-10 γρ. ανά ημέρα ακολουθείται από μια μείωση της LDL χοληστερόλης κατά 5% περίπου.
Αντιοξειδωτικά: το οξειδωτικό στρες αποτελεί κύρια αιτία εμφάνισης της αθηροσκληρωτικής νόσου. Η οξείδωση της LDL χοληστερόλης είναι ένα σημαντικό στάδιο της ανάπτυξης και εξέλιξης της στεφανιαίας νόσου. Έτσι η μείωση του κίνδυνου εμφάνισης στεφανιαίας νόσου μέσω της πρόσληψης αντιοξειδωτικών βιταμινών αποτέλεσε αντικείμενο σημαντικού αριθμού μελετών. Υπάρχουν ισχυρότερες ενδείξεις για την επίδραση της βιταμίνης Ε στη στεφανιαία νόσο σε σχέση με το β-καροτένιο ή τη βιταμίνη C. Οι μελέτες που αφορούν τα καροτενοειδή συνηγορούν σε δράση τους σε μετέπειτα στάδιο της αθηρωσκληρωτικής διαδικασίας και συγκεκριμένα στης πρόληψη του σχηματισμού της αθηρωματικής πλάκας.
Αλκοόλ: προοπτικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η μικρή έως μέτρια πρόσληψη αλκοόλ μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Ως μέτρια πρόσληψη αλκοόλ χαρακτηρίζεται η κατανάλωση ενός ποτού την ημέρα για τις γυναίκες και δυο ποτών την ημέρα για τους άνδρες. Η διάκριση μεταξύ των δυο φύλων οφείλεται στις διαφορές τους στο βάρος και το μεταβολισμό.
Καφές: τα αποτελέσματα των ερευνών που μελετούν την επίδραση του καφέ στα επίπεδα των λιπιδίων του ορού είναι αντικρουόμενα. Η υψηλή κατανάλωση καφέ (720 ml/ημέρα) προκαλεί μικρού βαθμού αύξηση της ολικής χοληστερόλης (9 mg/dl), της LDL χοληστερόλης (6 mg/dl) και της HDL χοληστερόλης (4 mg/dl). Ο καφές που παρασκευάζεται με βρασμό (π.χ. ο ελληνικός καφές) προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των λιπιδίων του πλάσματος σε σχέση με τον καφέ φίλτρου καθώς ο πρώτος περιέχει το συστατικό cafestol που αυξάνει τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης στον ορό.
Mensink RP, Katan MB. Effect of dietary fatty acids on serum lipids and lipoproteins. A meta-analysis of 27 trials. Arterioscler Thromb. 1992 Aug;12(8):911-9. Clinical Guidelines on the Identification, Evaluation, and Treatment of Overweight and Obesity in Adults--The Evidence Report. National Institutes of Health. Obes Res. 1998 Sep;6 Suppl 2:51S-209S. Committee on Diet and Health Food and Nutrition Board Commission on Life Sciences National Research Council. NATIONAL ACADEMY PRESS. Washington, D.C. 1989 Keys A, Menotti A, Aravanis C, Blackburn H, Djordevic BS, Buzina R, Dontas AS, Fidanza F, Karvonen MJ, Kimura N, et al. The seven countries study: 2,289 deaths in 15 years. Prev Med. 1984 Mar;13(2):141-54. Denke MA, Sempos CT, Grundy SM. Excess body weight. An underrecognized contributor to high blood cholesterol levels in white American men. Arch Intern Med. 1993 May 10;153(9):1093-103. Weggemans RM, Zock PL, Katan MB. Dietary cholesterol from eggs increases the ratio of total cholesterol to high-density lipoprotein cholesterol in humans: a meta-analysis. Am J Clin Nutr. 2001 May;73(5):885-91 Anderson JW, Hanna TJ. Impact of nondigestible carbohydrates on serum lipoproteins and risk for cardiovascular disease. J Nutr. 1999 Jul;129(7 Suppl):1457S-66S.